ζωμήρυσις — soup ladle fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωμηρύσει — ζωμήρυσις soup ladle fem nom/voc/acc dual (attic epic) ζωμηρύσεϊ , ζωμήρυσις soup ladle fem dat sg (epic) ζωμήρυσις soup ladle fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωμήρυσιν — ζωμήρυσις soup ladle fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωμός — ο (AM ζωμός, Α και δωρ. τ. δωμός) το εκχύλισμα ζωικών ή φυτικών ουσιών που λαμβάνεται με βρασμό κρέατος, ψαριού χόρτων κ.λπ. μαζί με νερό («ζωμός κρέατος») αρχ. 1. μτφ. αιματοχυσία («περὶ τῆς μάχης, καὶ πολὺν τὸν ζωμὸν γεγονέναι», Θεόφρ.) 2.… … Dictionary of Greek
τρυηλίς — ίδος, και δ.τ. τρύηλις, ήλιδος, ἡ, Α 1. εργαλείο κατάλληλο για ανακάτεμα, κουτάλα 2. (κατά τον Ησύχ.) (ο τ. τρυηλίς) «ζωμήρυσις». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι δάνεια από το λατ. trulla (< truella, υποκορ. τού trua «κουτάλα για ξάφρισμα») και έχει… … Dictionary of Greek
ζωμηρύσεως — ζωμηρύσεω̆ς , ζωμήρυσις soup ladle fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)